- υπερβάλλω
- ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω]1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ' ἄρ' ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ' ἀπολείπων», Ησίοδ.)2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, -ουσα, -ονυπερβολικός, υπέρμετρος (α. «επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο» β. «βροντῆς ὑπερβάλλων κτύπος», Αισχύλ.)νεοελλ.1. εμφανίζω κάτι με υπερβολή, μεγαλοποιώ, τά παραλέω («δεν σέ πιστεύω γιατί εσύ πάντοτε υπερβάλλεις»)2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το υπερβάλλοντο πλεόνασμα3. φρ. α) «υπερβάλλον τέλος» — τέλος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από το νόμιμοβ) «υπερέβαλε τον εαυτό του» ή «υπερέβαλε εαυτόν» — έκανε κάτι καλύτερο ή χειρότερο απ' ό,τι θα περίμενε κανείςαρχ.1. ρίχνω βολή πέρα από κάποιο σημείο, ξεπερνώ ένα σημάδι (α. «ὑπέρβαλε σήματα πάντων», Ομ. Ιλ.β. «δουρὶ δ' ὑπειρέβαλον Φυλῆα», Ομ. Ιλ.)2. τρέχω πιο μπροστά από κάποιον, τόν ξεπερνώ («ἐὰν δὲ μὴ πρὸς αὐτοῑς ὦσι τοῑς ἴχνεσιν, ἀλλ' ὑπερβάλλωσι», Ξεν.)3. υπερισχύω, καταβάλλω («δέδοικα μὴ πόνοις ὑπερβάλη με γῆρας», Ευρ.)4. ξεπερνώ κάποιο χρονικό σημείο («ἔτεα μὲν ἐς ἐείκοσι καὶ ἑκατὸν τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀπικνέεσθαι, ὑπερβάλλειν δὲ τινας καὶ ταῡτα», Ηρόδ.)5. προσφέρω ανώτερη, καλύτερη τιμή («προέβαινε τοῑσι χρήμασι ὑπερβάλλων», Ηρόδ.)6. διέρχομαι, διαβαίνω («Σαρωνικοῡ πορθμοῡ κάτοπτον πρῶν' ὑπερβάλλειν πρόσω φλέγουσαν», Αισχύλ.)7. (για πλοίο) περνώ, υπερκάμπτω, παρακάμπτω («ὑπὸ δὲ ἐτησιέων ἀνέμων ὑπερβαλέειν Μαλέην οὐχ οἷοί τε γενέσθαι», Ηρόδ.)8. (για νερό ποταμού ή δοχείου) υψώνομαι και χύνομαι, ξεχειλίζω (α. «ὑπερβάλλει δὲ θάλασσα ἀμφοτέρων τοίχων», Θέογνβ. «λέβητες... ἔζεσαν καὶ ὑπερέβαλον», Ηρόδ.)9. (για τον ήλιο) βρίσκομαι στο υψηλότερο σημείο τού ουρανού, έχω τη μεγαλύτερη θερμότητα10. αναβάλλω11. αργοπορώ, καθυστερώ12. (κατά τον Ησύχ.) «παραβαίνω ἢ ἐπαναφέρω εἰς συμβουλίαν»13. μέσ. ὑπερβάλλομαιαναδεικνύομαι νικητής14. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ὑπερβάλλονταη υπερβολή, η έλλειψη μέτρου15. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑπερβεβλημένος, -η, -ονέξοχος, λαμπρός («ὑπερβεβλημένη γυνή», Ευρ.)16. φρ. α) «ὑπερβάλλω τὰς τρεῑς ἡμέρας» — καθυστερώ περισσότερο από τρεις μέρες (Ιπποκρ.)β) «ὑπερβάλλω τὸν χρόνον» — έχω καθυστερήσει (Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.